Τρίτη 3 Απριλίου 2012

ΕΛΛΑΣ



ΕΛΛΑΣ

του Λουϊ Εμίλ Μενάρ
Η μετάφραση στα Ελληνικά έγινε από την Ουρανία Τουτουντζή

Η μάχη του χειμώνα με την ευοίωνη άνοιξη
Στα ύψη του άσπετου ουρανού αντιβοούσε ακόμη'
Εμπρός στους νεαρούς Θεούς φεύγαν οι γηραιοί Τιτάνες.

Από το χώμα που θερμές γονιμοποίησαν πνοές
Το γένος των Ηρώων εγεννήθη σε ύψη ιδανικά
Κι όπως κατέβαιναν οι νέοι λαοί προς τις πεδιάδες
Εβλάσταιναν στο πέρασμά τους οι ύμνοι και οι ανθοί


Από το βάθος της υγρής κοιλάδος, μιά χρυσαφένια πάχνη
Ωσάν θυμίαμα υψωνόταν ως τις ουράνιες σφαίρες,
Στα όρη πάλλευκο το χιόνι αναριγούσε,
Και έγερνε η μεγάλη δρυς τα δυνατά κλαδιά της.

Των λόφων και των σκοτεινών δασών την άγρια εωδία
Εγλύκαινε ο Υάκινθος αρώματα σκορπώντας στον αέρα'
Κατέβαιναν οι Νύμφες από τις χιονισμένες κορυφές και με καθάριο γέλιο
Εχόρευαν μαζί με τις Νεράϊδες υπό τον ήχο του αυλού.

Στους μακρινούς ορίζοντες του ολόλαμπρου ουρανού, στις ιερές ακτές,
Θαλασσινοί έπνεαν άνεμοι, αιώνιοι ταξιδιώτες'
Άσπιλες ως ο αφρός των ζοφερών κυμάτων
Οι κόρες του Ωκεανού αναδύονταν τραγουδώντας.

Ανάμεσα εις τους αργυρούς του ποταμού στροβίλους,
Κύκνοι λευκοί εταξίδευαν' ο ακτινοβόλος μέγας ουρανός
Αγκάλιαζε με έρωτα την νεαρή, παρθένο γη,
Κι όλο το σύμπαν των Θεών την γένεση υμνούσε.

Οι φωνές μας εσυνόδευαν το αιώνιο τραγούδι του,
Οι Θεοί μας ήταν οι Θεοί του,
Κι έμοιαζε ως η δύναμις και το καθάριο πνεύμα
Να απέρρεαν από ολόκληρη την φύση.

Γιατί η Φύσις ήταν η μητέρα μας'
Μας λίκνιζε στα ολόλευκά της χέρια, μας κοίμιζε στα γόνατά της,
Το νέκταρ της πικρό δεν μας φαινόταν τότε:
Ω, οι Θεοί της χαραυγής του κόσμου, πόσο κοντά μας ήταν!

Και όταν η ρόδινη αυγή τον θεϊκό εφώτιζε Όλυμπο
Τους έβλεπαν να λούονται στο φως του πρωϊνού,
Και τον μεγάλο να οδηγούν χορό μ' έναν ρυθμό εξαίσιο
Που αντηχούσαν οι καρδιές κι απόδιωχνε τον ύπνο.

Στον χρυσαυγή αιθέρα και τα βάθη τα άρρητα του ωκεανού,
Μέσα εις τις ιερές σπηλιές, τους κάμπους, τους δρυμούς,
Ήταν Αυτοί του κόσμου η αρμονία και το κάλλος,
Οι ζώσες του αρχές, οι αναγκαίοι νόμοι.

Εθέρμαιναν με τις πνοές τους τα ρωμαλέα μας στήθη,
Μας περιέβαλαν με ομορφιά και χάρη,
Τα μέτωπά μας έστεφαν με θεϊκές ακτίνες,
Και με λαγνεία ιερή κατέκλυζαν τις νεαρές καρδιές μας.

Ήταν φίλοι στοργικοί και όχι βλοσυροί ηγεμόνες!
Γαλήνιοι, ως και εμείς ωραίοι, γελούσαν στα παιγνίδια μας'
Και όπως οι πρωτότοκοι δείχνουν τον δρόμο στους μικρούς τους αδελφούς,
Ερχόντουσαν κοντά μας για να μας εξυψώσουν ως Αυτούς!

Όταν με μένος η Ανατολή εξαπέλυε
Στα ιερά μας χώματα τους βάρβαρους λαούς της,
Κρατώντας το ακόντιο, από τις κορυφές των λευκών ακροπόλεων,
Για εμάς πρώτοι εμάχοντο, οι ελευθερωτές Θεοί.

Πόσο πολύ αξίζανε τον έρωτα ενός λαού ελευθέρου!
Διότι εξαίσια συμφωνία υψωνόταν γύρω απ' τους βωμούς τους
Και τέρψεις, και γιορτές! Πόσο γλυκά η λύρα ετραγουδούσε!
Η γη ποτέ δεν θα βρεθεί ξανά τόσο κοντά στον ουρανό.

Θεοί μακάριοι, που ήταν η λατρεία τους ανθρώπινη γιορτή,
Τα άσματα, οι χοροί, οι ενέρετες καρδιές,
Τα δυνατά, γυμνά μέλη, των αθλητών στις παλαίστρες,
Και τα στεφανωμένα μέτωπα, και της καρδιάς η υγίεια.

Μα επάνω απ' όλα η τιμή των ένδοξων προγόνων,
Των προμάχων της πόλεως, αθανάτων Ηρώων,
Και η φλογερή υπερηφάνεια ενός γενναίου αδούλωτου λαού,
Και οι αρσενικές αρετές: Δικαιοσύνη, Ελευθερία!

Τι απογίνατε, ναοί, τόποι ιεροί,
Μαρμαρένδυτοι Θεοί, τόσο νέοι, τόσο ωραίοι,
Άγρια ήβη των κραταιών δημοκρατικών πολιτειών,
Στοχαστική και ευσεβής λατρεία των δοξασμένων τύμβων!

Δεν θα ζητήσουμε ξανά εις τις ιερές μορφές των όντων
Τις εκδηλώσεις της παγκόσμιας αρμονίας,
Σώπασε πλέον η φωνή της απολλώνιας λύρας
Και ύπνο ατελεύτητο η Ελευθερία κοιμάται.

Ο φάρος που αστροφώτισε της ιστορίας τα σκότη
Έσβησε για παντοτινά απ' την ορμή της θύελλας,
Και ο κόσμος πλέον γερασμένος, βυθισμένος στις σκιές
Δεν θα βρεί ποτέ ξανά τους Θεούς του που επρόδωσε.

Δεν θα σημάνουν πιά τα λόγια τους εις τους προφητικούς δρυμούς,
Και μάταια θα ανακαλούν οι λυπημένοι αιώνες
Την τέχνη που ο κόσμος απαρνήθηκε και τις αρχαίες αρετές,
Απωλεσμένοι θησαυροί που η νοσταλγία δεν θα φέρει πίσω.

Αλλά εσείς, άφωνα ερείπια σκέψεων υψηλών,
Διάσπαρτα μάρμαρα, σπασμένα, την ατραπό υποδείξτε μου που άγει
Προς το χρυσό, λησμονημένο γένος, προς την σοφία του παρελθόντος,
Προς τα Ηλύσια Πεδία όπου τα όντα επιστρέφουν αφανισμένα από τον άνθρωπο.

Δύο χιλιάδες χρόνια θα διασχίσω, μακριά από τους αιώνες της ταπείνωσης,
Θα βαδίσω, θα πετάξω επάνω στα φτερά των ανέμων,
Προς τους μαρμάρινους ναούς και τις λευκές μας πολιτείες
Εκεί όπου δεν κατοικούν οι ζωντανοί λαοί αλλά οι νεκροί, οι πιό γενναίοι, οι άριστοι.

Θεοί μάκαρες , που σας ελάτρευε του κόσμου η πρώτη νιότη,
Κας σας υβρίζει σήμερα η γηραιά ανθρωπότης,
Αφήστε με εις την ζείδωρο πηγή να εξαγνιστώ,
Εκεί όπου η Θεϊκή Ελλάς εγνώρισε την αλήθεια.

Αφήστε μας ξανά να πιούμε, εμείς, οι τελευταίοι σας μύστες,
Από την ιερή υδρία που ξεδιψά τους γενναίους'
Οι ναοί σας ερειπώθηκαν, αλλά, ω Νόμοι αιώνιοι,
Επάνω εις τον ιδανικό Όλυμπο ξαναγεννιούνται οι νεκροί Θεοί.

Αναγεννηθείτε, ω ευλογημένες ημέρες της ιερής νεότητος,
Απόηχοι λησμονημένων ύμνων, ανοιξιάτικα ξυπνήματα!
Άραγε, είναι δυνατόν να ανθίσει μιά ελπίδα
Αντάξια της ανάμνησης που την καρδιά στοιχειώνει;

0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου